ταλαντούχου

ταλαντούχου
ταλαντού̱χου , ταλαντοῦχος
holding the balance
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γουέν Τ’ουνγκ — (Wen T’ung, Γιουνγ τάι, Φουκιέν 1018 – Χου Τσου 1079).Κινέζος ζωγράφος, καλλιγράφος και ποιητής. Στο βιβλίο του Τσου που (πραγματεία για το μπαμπού), ο Λι Καν γράφει: «Τελικά εμφανίστηκε ο Γ. σαν ένας λαμπερός ήλιος στον ουρανό και όλοι οι πυρσοί …   Dictionary of Greek

  • Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”